Ο παππούς μου έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του καλλιεργώντας μαύρες σταφίδες. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 αντικατέστησε κάποια από τα αμπέλια που έβγαζαν “μαύρο χρυσό” με ελιές για να έχουμε εμείς σήμερα “”. Όμως με την καλλιέργεια της μαύρης σταφίδας κατάφερε να ζήσει μαζί με τη γιαγιά την πολύτεκνη οικογένειά του.
Βρήκα ένα απόσπασμα στο βιβλίο του πατέρα μου που μας μεταφέρει εικόνες από την καθημερινότητα εκείνης της εποχής:
“Όταν τρυγούσαμε τα σταφύλια μας ήταν η καλύτερή μου μέρα. Ανέβαινα σε ένα δέντρο και αγνάντευα τις σταφίδες και τα αμπέλια. Όλα τα συνεργεία που τρυγούσαν τραγουδούσαν. Εγώ συναγωνιζόμουν τα τζιτζίκια.
Ο πατέρας μου άπλωνε τις σταφίδες και κοίταζε τον ουρανό.
-Τι λες; Θα βρέξει; μου έλεγε. -Ξέρω κι εγώ… λες και καταλάβαινα. Εκείνος ήξερε, που είχε έξι παιδιά.
Πλάκωσαν εκείνη την ημέρα κάτι μπουμπουνηταριά που έλεγες ότι θα χαλάσει ο κόσμος.
Ο πατέρας μου φόρτωσε στο Ντορή ένα σάϊσμα, δυο βελέντζες, τρία τέσσερα λιόπανα και ένα κομμάτι μουσαμά. Έτρεξα κι εγώ από πίσω. Φτάσαμε λαχανιασμένοι στη σταφίδα. – Να, κράτα από δω, την άκρη μου έλεγε κι βιάσου. Σκεπάσαμε όπως μπορούσαμε τα σταφύλια και κάναμε γύρω γύρω αυλάκια για να μη μας πάρει το νερό τη σταφίδα. Ευτυχώς άργησε να βρέξει και μάλιστα δεν έβρεξε πολύ.
Την άλλη μέρα ξεσκεπάσαμε τα σταφύλια και σε λίγες ημέρες τρίψαμε τη σταφίδα. Βγάλαμε και αρκετό ποιοτικό. Τούτο έχει καλή τιμή, μου είπε ο πατέρας μου. – Θα σε πάω μεθαύριο, μου είπε, να σε γράψω στο σχολείο και θα σου πάρω καινούργια παπούτσια. Το είπε και το έκανε.”
“Τρίψαμε τη σταφίδα” όπως αναφέρει.
Έτριβαν και λίχνιζαν τις σταφίδες με τα χέρια, γονατιστοί. Τις μετακινούσαν με τα φτυάρια και τις καθάριζε ο αέρας που έπαιρνε τα φυλλαράκια και τα χώματα. Μετά με χοντρό κόσκινο έπαιρναν το ποιοτικό, το οποίο είχε καλύτερη τιμή. Αν ήταν μικρή ή βρεγμένη ήταν δεύτερη σταφίδα. Έβαζαν τις σταφίδες σε σακιά των 50 οκάδων και τις μετέφεραν οι στις αποθήκες του ΑΣΟ στη Γιάλοβα.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια οι σταφιδοκαλλιεργητές μεταξύ άλλων βελτίωσαν και τις συνθήκες διαλογής κατασκευάζοντας τις μάκινες. Το 1960 εμφανίστηκαν οι πρώτες μάκινες, οι μηχανές διαλογής της σταφίδας.
Οι περισσότεροι σταφιδοπαραγωγοί απέκτησαν δικές τους μάκινες. Ανάλογα με την ποσότητα είχαν και το αντίστοιχο μέγεθος, μικρό ή μεγάλο. Οι μάκινες αρχικά λειτουργούσαν χειροκίνητα, γυρνώντας τη μανιβέλα.
Πρόκειται για ξύλινες, βαριές κατασκευές ώστε να αντέχουν το τράνταγμα. Στο πίσω μέρος υπήρχε μία χοάνη που έριχναν τη σταφίδα η οποία περνούσε από σήτες που με τον αέρα και την κίνησή τους κοσκίνιζαν τις σταφίδες.
Πληροφορίες των κατασκευαστών από τις μάκινες που εκτίθονται στο Λαογραφικό Μουσείο Γιάλοβας.
Ακόμη και στις μέρες μας οι μάκινες χρησιμοποιούνται από κάποιους σταφιδοκαλλιεργητές. Λειτουργούν πλέον με ρεύμα και όχι με μανιβέλα. Οι μεγαλύτεροι σταφιδοπαραγωγοί έχουν αντικαταστήσει τις ξύλινες μάνικες με πιο σύγχρονες κατασκευές.
Σχετικά Άρθρα
Φωτογραφία Εξωφύλλου: Tobias Oehlke Photography http://www.tobiasoehlke.com/