Παράθυρο.
Ουσιαστικό.
Άνοιγμα σε τοίχο, κανονικού σχήματος, συνήθως ορθογώνιου, που εξυπηρετεί τον αερισμό και τον φωτισμό ενός εσωτερικού χώρου…
Όταν τα παράθυρα δεν έχουν πάντα κανονικό σχήμα.
Όταν δεν εξυπηρετούν το φωτισμό,παρά οταν υπάρχουν για να δείχνουν.
Το διαφορετικό.
Η αισθητική.
Το συναίσθημα.
Η νοημοσύνη.
Όταν ανοίγουν αυτά τα παράθυρα, μπαίνει άλλο Φως.
(Από τα ποιήματα 1897-1933) Κ.π.Καβάφης
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ μέρες βαρυές,
επάνω κάτω τριγύρω για να βρω τα παράθυρα
-Όταν ανοίξει ένα παράθυρο θα ναι παρηγοριά
– Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται ή δεν μπορώ να τα βρώ.
Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρώ. Ίσως το φως θα ναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.