Στην Καλαμάτα πήγα πρώτη φορά το 1986, όταν πήρε μετάθεση λόγω τηςδουλειάς του ο πατέρας μου και έζησα εκεί 8 ολόκληρα χρόνια, όσα δηλαδή χρειάστηκαν για να τελειώσω το σχολείο. Έχω κρύψει στην καρδιά μου τα γέλια, τα δάκρυα, τις χαρές, τα φεγγάρια, τις κραιπάλες και τους φίλους. Αυτές τις στιγμές τις κρατάω για μένα. Μαζί σας όμως θέλω να μοιραστώ ένα απολαυστικό απόγευμα μιας φθινοπωρινής Δευτέρας που βρέθηκα εκεί για επαγγελματικούς λόγους, σχεδόν 25 χρόνια μετά.
Οκτώβριος 2017, Τουρίστρια στην πόλη που μεγάλωσα.
Φτάσαμε στο ξενοδοχείο λίγο μετά τις 19:00, αφήσαμε βιαστικά τις αποσκευές και φύγαμε για να προλάβουμε τα χρώματα του δειλινού. Αριστερά μας η στροφή του Φιλοξένια, ο Ταϋγετος επιβλητικός και η θάλασσα λάδι. Τι λάδι; Καθρέφτης. Όλα καθρεφτιζόντουσαν πάνω της. Κίτρινα, κόκκινα, πράσινα φωτάκια φώτιζαν τους δρόμους προς το βουνό και παράλληλα με τη θάλασσα. Μα πόσο απλώθηκαν τόσο πολύ τα σπίτια σε τόσα λίγα χρόνια;
Επιλέξαμε να περπατήσουμε προς τα δεξιά, προς το μόλο και το φρεσκοκατασκευασμένο “χιλιόμετρο”. Ο δρόμος ήταν ήσυχος και ελάχιστα αυτοκίνητα περνούσαν προς την Αβία. Ίσως φταίει το γεγονός ότι ήταν εργάσιμη ημέρα, με σχολεία ανοιχτά, ίσως ο καινούριος περιφερειακός δρόμος. Ακριβώς αυτή ήταν η ηρεμία που χρειαζόμασταν για την αποσυμπίεση από τους τρελούς ρυθμούς της καθημερινότητας στην πολύβουη Αθήνα.
Καθαρά πεζοδρόμια, φρεσκοφτιαγμένα παγκάκια, ξύλινα ανθισμένα παρτέρια, άριστος ποδηλατόδρομος και φοίνικες.
Συναντήσαμε ανθρώπους κάθε ηλικίας. Κάποιοι ξεκουραζόντουσαν στα παγκάκια απολαμβάνοντας το Μεσσηνιακό κόλπο, άλλοι με τα αθλητικά τους έκαναν jogging, κάποιοι μεγαλύτεροι με τα χέρια δεμένα πίσω στη μέση συζητούσαν για πολιτική, νέοι γονείς κουνούσαν τα παιδικά καρότσια, άλλοι έκαναν τον απογευματινό περίπατο με το σκύλο τους.
Μα τι ωραία! Τι πολιτισμένο περιβάλλον…
Όσο έδυε ο ήλιος μας χάριζε μόνο χρώματα. Όλη την παλέτα άπλωσε. Είχε κέφια εκείνη την ημέρα λες και γνώριζε ότι αυτό θα ήταν το γιατρικό μας. Ομορφιά, γαλήνη και ηρεμία!
Έπαιξα με την αδερφή μου το παιχνίδι των αναμνήσεων. Θυμηθήκαμε όλες τις τρέλες με τις παρέες μας. Προσπαθούσαμε να εντοπίσουμε που βρισκόντουσαν τα clubs που κάποτε γνωρίζαμε με κλειστά μάτια. Στεκόμασταν στα νέα κτήρια και ψάχναμε να βρούμε τί υπήρχε παλιά εκεί. Είχε κάτι σαν από το στίχο του Παπάζογλου “όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν”.
Φτάσαμε στο μόλο. Εκεί που κάποτε από το πολύ πέρα-δώθε και πάνω-κάτω με τις παρέες μας είχαμε λιώσει πολλά ζευγάρια παπούτσια. Καθίσαμε σ΄ένα παγκάκι κάπου στη μέση για να ξεκουραστούμε μυρίζοντας θάλασσα. 5′ μιλήσαμε στα τηλέφωνα με τους δικούς μας και άλλα 10′ κοιτάζαμε μακριά χωρίς να μιλάμε. Meditation στην πόλη που ζήσαμε την εφηβεία μας.
Είχε πια νυχτώσει και οι ψαράδες διέλυαν το παρεάκι που είχαν στήσει. Χαιρετιόντουσαν και πήγαιναν στα καΐκια τους. Σηκωθήκαμε κι εμείς με βαριά καρδιά για το δρόμο της επιστροφής.
Αφήνοντας πίσω μας το φάρο που βρίσκεται στο τέρμα του μόλου και κατευθυνόμενες προς το δρόμο, στο αριστερό μας χέρι παρατηρήσαμε ένα νέο άγαλμα. Δεν το γνωρίζαμε. Ενώ διαβάζουμε από τους φίλους μας και ενημερωνόμαστε για τα νέα της Καλαμάτας αυτό μας είχε ξεφύγει. Πήγαμε πιο κοντά να το δούμε. ΑΦΑΝΗΣ ΝΑΥΤΗΣ! Χαμογελάσαμε γιατί γνωρίζαμε μόνο το γνωστό άγαλμα του Αφανή Ναύτη στο νησί μας, τη δεύτερη πατρίδα, την Άνδρο. «Κοίτα σύμπτωση να υπάρχει και στην Άνδρο και στην Καλαμάτα άγαλμα αφιερωμένο στον Αφανή Ναύτη. Προφανώς μας κάνει πλάκα ο Θεός!», ψιθυρίσαμε χαμογελαστά.
Ήταν πια 22:00 όταν επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο. Η νύχτα ήταν τόσο γλυκιά και απολαυστική, με την ιδανική θερμοκρασία, αυτή που δε χρειάζεται να περπατάς βιαστικά για να ζεσταθείς αλλά ούτε και να υποφέρεις από τη ζέστη. Όλα ήταν ιδανικά εκείνη τη νύχτα. Τόσο ιδανικά που δεν πρόσεξα αν βγήκε το φεγγάρι.
#Καλαματάρα